“ΜΑΥΡΗ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ” - “ΦΑΥΣΤΑ”
ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΕΤΟΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΤΕΙΣ...
Με αφορμή τις παραστάσεις της 24ης Μαΐου στην αίθουσα του Δημαρχιακού Μεγάρου των Άνω Λιοσίων “Μελίνα Μερκούρη”.
Με κεκτημένη ταχύτητα από την περσινή τους παράσταση, τα παιδιά της θεατρικής ομάδας υπό τις “μαγικές” καθοδηγίες της Στέλλας Νικολοθανάση, εγκαινίασαν το φετινό τους εγχείρημα με μεγάλη επιτυχία. Η σκηνοθέτης αν και όχι τόσο με την Φαύστα του Μποστ, που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, (κυρίως το συγγραφικό του έργο), όσο με την επιλογή έργου από το ρεπερτόριο του Νικολάου Λάσκαρη και δη μιας μονόπρακτης κωμωδίας, με εξέπληξε είναι η αλήθεια αλλά και με χαροποίησε καθώς πιστεύω ότι έδωσε τη δυνατότητα στο κοινό να γνωρίσει τον συγκεκριμένο συγγραφέα. Δυσκολίες στο έργο “Μαύρη παρηγοριά”, σίγουρα υπήρξαν.
H έλλειψη άλλων εκδόσεων πλην της πρωτότυπης αν και ήταν γνωστό ότι θα δυσκόλευε εκ προοιμίου την εκμάθησή του από τους ηθοποιούς λόγω της χρήσης της καθαρεύουσας, αποτέλεσε εμπόδιο, ευτυχώς πολύ μικρό, διότι άκουσα μια ευφράδεια λόγου αξιοσημείωτη, απόδειξη ότι τα παιδιά μελέτησαν με πιστότητα και με σεβασμό το κείμενο. Το γεγονός ότι ο Λάσκαρης επηρεάστηκε πολύ από τη γαλλική κωμωδία, τη φάρσα και φυσικά από τον Μολιέρο (όπου έκανε μια διασκευή του έργου “Κατά φαντασίαν ασθενής”), λόγω των σπουδών του στο Παρίσι, φαίνεται κυρίως απ’ το γεγονός ότι εν αντιθέσει με έργα άλλων συγγραφέων της εποχής του, όπως οι κωμωδίες του Δημητρίου Κορομηλά, στα έργα του οποίου αναδεικνύεται το αστικό κοινωνικό πλαίσιο της εποχής μέσα από την απλή σκιαγράφηση των χαρακτήρων, εκείνος προσπαθεί σε όλα τα του έργα να μεταφέρει στοιχεία του ευρωπαϊκού θεάτρου. Δηλαδή, να προσδώσει στις δικές του κωμωδίες καταστάσεων, γρήγορο ρυθμό, χωρίς να μπορεί να καταλάβει ο θεατής το προς τα πού θέλει να κινηθεί, εξαιτίας των διαστρεβλώσεων των πληροφοριών και των παρεξηγήσεων που δημιουργούνται, μία πιο προηγμένη και στα πρότυπα άλλη εποχής αποκρυπτογράφηση χαρακτήρων και τελικά να γινόμαστε μάρτυρες μιας κωμωδίας παρεξηγήσεων στα μολιερικά πρότυπα. Υφολογικά, οι ηθοποιοί αυτού του έργου προσέγγισαν κατά τον καλύτερο τρόπο το έργο, καθώς δημιούργησαν σε μας τους θεατές, δίνοντας ο καθένας τα δικά του προσωπικά στοιχεία, το περιβάλλον όπου πιστεύω όλοι θέλουμε. Αυτό του γέλιου όπου πρέπει να βγαίνει αυθόρμητα από μέσα μας κι όχι λόγω ειδικών καταστάσεων. Και αυτό είναι μέγα παράσημο γι’ αυτά τα παιδιά. Το ότι κατάφεραν κάτω από δύσκολες συνθήκες (έλλειψη σωστών συνθηκών διεξαγωγής του έργου) να προκαλέσουν με τις ερμηνείες τους την ευθυμία και κατ΄ επέκταση το γέλιο σε όλους εμάς. Είμαι σίγουρος ότι οι επόμενες παραστάσεις θα κινηθούν στο ίδιο μήκος κύματος και θα έχουν ανάλογη επιτυχία.
Σε ότι αφορά τη Φαύστα του Μποστ, έργο με υπόγειο χιούμορ, εδώ και εκ των υστέρων φυσικά προκύπτει κάτι το αξιοσημείωτο. Ο έμμετρος λόγος συνήθως όταν συνοδεύεται από ευφυολογήματα, προκαλεί εύκολα το γέλιο στο κοινό, ειδικά όταν οι ηθοποιοί όπου απαρτίζουν ένα έργο σαν αυτό, δίνουν ότι καλύτερο έχουν πάνω στη σκηνή. Στην παράσταση αυτή, παρότι στις πρώτες στιγμές του έργου σαν να καταλάγιασε κάπως ο ενθουσιασμός του κοινού από αυτό που παρακολουθήσαν λίγα λεπτά νωρίτερα με την Μαύρη Παρηγοριά (ίσως λόγω της διαφορετικής υφής των δύο έργων), η συνέχεια ήταν διαφορετική. Σίγουρα έπαιξε τον ρόλο του η επιλογή του Μποστ να εναλλάσσεται ανάμεσα στην «λανθασμένη» καθαρεύουσα και την «λαθεμένη» δημοτική, δημιουργώντας δυσκολία στην κατανόησή του. Τα παραπάνω συνοψίζονται στα δικά του λόγια: «Στη Φαύστα θέσις δεν υπάρχει. Το έργο γράφτηκε σε στιγμή κεφιού, και ούτε θυμάμαι να με κούρασε, ούτε το θέμα της να με απασχολούσε χρόνια. Τώ ‘γραψα το καλοκαίρι του ΄63, φιλοδοξώντας να έχω στο συρτάρι κι ένα έργο που να μην είναι επίκαιρο... Το έργο έχει τας εξής πρωτοτυπίας και προσόντα: 1) με την παρεμβολή 17 τραγουδιών γίνεται μιούζικαλ διάρκειας 2 ωρών, 2) Αφαιρουμένων των τραγουδιών γίνεται μονόπρακτον μίας ώρας, 3) Δια της προσθέσεως 30 – 40 στίχων μεταβάλλεται εις έργον πολιτικόν, και δ) δια της αφαιρέσεως των πολιτικών αιχμών, γίνεται σκηνικό παιχνίδι. Είναι δηλαδή έργον αυξομειούμενον, εις διάρκειαν, κατάλληλον δια όλους τους θιάσους και δια όλας τας σκηνάς, πράγμα που ουδείς συγγραφεύς κατάφερεν εις την παγκόσμιον δραματουργίαν. Αισθάνομαι δε υπερήφανος διότι αυτό που ο Σαίξπηρ και ο Αισχύλος δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν, το εκατόρθωσα εγώ χωρίς να κουρασθώ πολύ. Έτερον δεν έχω να προσθέσω». Σουρεαλισμός και παράλογο δύο στοιχεία που κάνουν την εμφάνισή τους στο έργο με τρόπο εύγλωττο, προσωπικά με έκαναν να έχω μονίμως ένα χαμόγελο συγκατάβασης στο πρόσωπό μου και τελικά να το απολαύσω όπως είμαι βέβαιος ότι το ίδιο έκαναν και όσοι βρέθηκαν στην αίθουσα την περασμένη Κυριακή. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η χημεία των ηθοποιών στις σκηνές του έργου (και στα δύο έργα), και αυτό φάνηκε από την φυσικότητα της εκφραστικής που είχαν τόσο στα πρόσωπά τους, όσο και στις κινήσεις των χεριών τους. Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξε και παίζει, η σχέση των ηθοποιών που απ’ ότι φαίνεται κινείται σε πολύ φιλικά πλαίσια και σε μια αγαστή συνεργασία, κάτι που το αντιλαμβάνεται κάποιος εύκολα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς τις δυσκολίες συγκέντρωσης όπου πρέπει αυτήν την εποχή να διατηρεί κάποιος προκειμένου να φέρει εις πέρας ένα οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Γιατί τελικά, δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα αυτό καθεαυτό αλλά η προσήλωση και η αγάπη σε αυτό που κάνεις. Το καλό αποτέλεσμα θα έρθει και θα στο δώσει απλόχερα ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων μετά την ολοκλήρωση αυτού του ταξιδιού.
Δε θέλησα να αναφερθώ (και ούτε θα το έκανα) στην υποκριτική ξεχωριστά για κάθε έναν από τους ηθοποιούς, κι αυτό γιατί δεν έχει σημασία αν κάποιος ήταν περισσότερο καλός από κάποιον άλλον και ειδικά σε τέτοιες προσπάθειες. Είναι θέματα που αφορούν την ομάδα και το πώς θα έχει αντιληφθεί η σκηνοθέτης το αποτέλεσμα του έργου υπό αυτό το πρίσμα. Δεν μας ενδιαφέρουν και δε θα πρέπει να μας ενδιαφέρουν τέτοια θέματα.
Συγχαρητήρια, σε όλους τους συντελεστές που εργάστηκαν γι’ αυτή την πρώτη παράσταση, σε όλα τα παιδιά που επιδεικνύουν πιστότητα σε αυτό που κάνουν (όπως πράττουν σε κάθε έργο που ανεβάζουν) και φυσικά στη σκηνοθέτη όπου κατορθώνει να τους εμπνέει και συγχρόνως να διατηρεί στην ατμόσφαιρα της ομάδας, το πνεύμα της συλλογικής δουλειάς, της αφοσίωσης και του μεγαλείου της τέχνης που εν τέλει αποδίδει το θέατρο.
Η ψυχική ανάταση είναι κάτι που δε μπορείς να εξηγήσεις πως καταφέρνει να δημιουργεί το θέατρο ως τέχνη. Κι αυτή τελικά είναι η μαγεία του....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου